21.11.10

λίγα δευτερόλεπτα


























Αυτό το κείμενο είναι

-μια στιγμή ,στη ζωή ενός ανθρώπου ,

στη διάρκεια λίγων λεπτών μιας ημέρας,

ενός χώρου,

δικού σου και των άλλων,

κάτω απο το ίδιο σύννεφο,

πάνω απο τη γη,

δίπλα απο τη θάλασσα,

δευτερόλεπτα και ώρες άλλες και ίδιες όμως,

μέσα απο μια κάμερα,

και άλλη μια,

και άλλη μια για δίκαια οπτική,

λίγα απογεύματα μετά την τρελή πρωίνή βροχή,

πολλά βράδια μετά την ατελείωτη ησυχία,

αυτού του ανθρώπου,

που τώρα μετακινήθηκε-




























Νταίζη την ελέγανε.

Απο το Αφρούλα.

Απλά μεγάλωσε σε μια μικρή κοινωνία που την φωνάζανε κοκόνα, ή αηδόνα, ή Νταιζούλα, ή κορίτσιμ , μέχρι που να τα ξεράσει όλα αυτά απο τα σωθικά της στα πλακάκια του κοινοτάρχη, να πάρει μερικά τισερτ και δυο τζιν και να εγκαταλείψει τα κατσικοπατημένα σοκάκια του μικρού χωριού της , γραφικού μεν κοντά στο Πάσχα, υπερβαρετό όμως στο υπόλοιπο χρόνο του χρόνου του δικού της .

Τάδε έφη ημιπρωτευουσιάνος στην αυλή της εκκλησίας του χωριού και η Αφρονταίζη το ξεπατίκωσε.















Πόλη.

Τί θε να κάνει τώρα η Φρελονταίζη στην πόλη?

Ούτε και ξέρει. Ξέρει βέβαια τι δεν θέλει να κάνει κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό.

Κάθεται σε ένα τυχαίο παγκάκι στο πάρκο μπροστά της .

Λίγα χρήματα στη τσάντα της, κανένας γνωστός στην πόλη.

Όλα είναι ελεύθερα. Μπορεί να ξεκινήσει οτι θέλει απο τώρα. Ο χρόνος μετράει απο τώρα.

Και απο πριν μετρούσε . Και πολύ μάλιστα μιας και είναι το χαρτάκι που την έφερε εδώ.


























Έβγαλε το μικρό βιβλιαράκι της με τις άσπρες σελίδες . Αυτό δεν τέλειωνε ποτέ. Δηλαδή φρόντιζε πριν τελειώσουν οι σελίδες να το ανανεώσει. Και το ανανέωνε. Και έτσι είχε πάντα το ίδιο. Βέβαια και ένα κουτί γεμάτο με βιβλιαράκια τώρα.

Ζωγραφισμένα και με μικρές ιστορίες . Άρχισε κάτι να σημειώνει ή και να σκιτσάρει. Δεν έβλεπα καλά.

Σηκώθηκε και έφυγε απο το πάρκο. Δεν την έβλεπα πια.

Εξαφανίστηκε πίσω απο έναν στραβοκομμένο θάμνο .Έφυγα κι εγώ.
























Η στιγμή πέρασε.

Και επαναλήφθηκε χρόνια μετά. Όταν ήμουν σε ένα νησί και ήρθε δίπλα μου ένας σκύλος. Μου έφερε κάτι με το στόμα του. Ένα χαρτί με μια ζωγραφιά επάνω. Σε νησί δεν έχω πάει ποτέ αλλα το χαρτί μου το έφερε ο σκύλος. Ανακατεύτηκε ο χρόνος με τον χώρο και χωρίς όνειρα και φαντασματα ζούσα το μπρος πίσω. Το χαρτί έγραφε : «χάρηκα που ήρθα εδώ.τελεία. είμαι περίεργη και ελεύθερη . τελεία.

αυτό είναι αυτό που βλέπω μπροστα μου.τελεία. »

.. και απο κάτω είχε μια ζωγραφιά.. τη δική μου ζωγραφιά. τον εαυτό μου δηλαδή.

Ανακατεύτηκε ο χρόνος πάλι και είδα το κορίτσι μπροστά μου.

Στην πλατεία του χωριού του νησιού που δεν πήγα ποτέ.

Και αυτή τη φορά τη ζωγράφιζα εγώ.




























Ήρθε ένας κόκορας.

Ναι κόκορας.

Έσκισε το χαρτί που ζωγράφιζα και έτρεξε προς το κορίτσι .

Το έδωσε.

Έφυγε.

Το κορίτσι το κοίταξε λίγα δευτερόλεπτα.

Σήκωσε το κεφάλι να με δει.

Εξαφανίστηκε απο μπροστά μου.




























Ο χώρος ανακατεύτηκε.

Είμαι σε ένα παλιό πράσινο καφενέ στο κέντρο στα παλαιοπωλεία της πόλης.

Στον ίδιο χρόνο όμως.

Κρατώ το σκισμένο βιβλιαράκι που ζωγράφιζα.

Τίποτα άλλο δεν μοιάζει με πριν.

Έρχεται ο σερβιτόρος.

Τι θα πάρετε και τα ρέστα.

Του λέω.

Κοιτάω έξω.

Δεν ενδιαφέρομαι να εξηγήσω τίποτα.

Μα τίποτα.

Πίνω τον καφέ μου στο χρόνο που βρίσκομαι .

Βγαίνω έξω.

Εξαφανίζομαι.









No comments: